- ἀπο-σκῡλεύω
ἀπο-σκῡλεύω = ἀποσυλάω, ὅπλον πεσόντος Theocr. 24, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκῡλεύω = ἀποσυλάω, ὅπλον πεσόντος Theocr. 24, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλεύω — ΝΑ [σκῡλον] 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη και παίρνω τα όπλα του (α. «συνόδευαν τη μονάδα και σκύλευαν τους σκοτωμένους» β. «σκυλεύσας τοὺς Ἀργείους νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῡ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. διαρπάζω, λαφυραγωγώ (α.… … Dictionary of Greek
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek
εναρίζω — ἐναρίζω (Α) 1. αφαιρώ τα όπλα τού εχθρού που σκοτώθηκε, σκυλεύω 2. σκοτώνω στη μάχη, θανατώνω, σφάζω («ὡσεὶ ζωοὺς ἐναρίζων», Ησίοδ.) 3. παθ. μτφ. χάνω, απογυμνώνομαι από κάτι («αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα» νύχτα που γυμνώνεσαι από τον έναστρο κόσμο σου … Dictionary of Greek
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
σκύλευμα — τὸ, Α [σκυλεύω] 1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση 2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek
απεναρίζω — ἀπεναρίζω (Α) [εναρίζω] αφαιρώ τα όπλα από τον σκοτωμένο αντίπαλο, σκυλεύω … Dictionary of Greek