ἀπο-σκώπτω

ἀπο-σκώπτω

ἀπο-σκώπτω, verspotten, τινά Plat. Theaet. 174 a u. Folgde; εἴς τινα Luc. Hermot. 51; Merc. cond. 15 u. öfter, Spöttereien gegen Einen vorbringen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκώπτω — ΝΜΑ εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.) αρχ. 1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω 2. λέω αστεία, είμαι αστείος 3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.… …   Dictionary of Greek

  • σκωψ — ο / σκώψ, ωπός, ΝΑ λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, τού κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops αρχ. 1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα 2.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …   Dictionary of Greek

  • παρεσθίω — Α 1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή 2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι 3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι β) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐσθίω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek

  • σκωπαίος — και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α (στους Συβαρίτες) ο νάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”