ἀπο-σκληρύνω

ἀπο-σκληρύνω

ἀπο-σκληρύνω, dasselbe, Theophr.; ἀπεσκληρυμμένον στέρφος αἰγός Leon. Tar. 11 (VI, 298).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ἀπεσκληρυμμένα — ἀπό σκληρύνω harden perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεσκληρυμμένᾱ , ἀπό σκληρύνω harden perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεσκληρυμμένᾱ , ἀπό σκληρύνω harden perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκληρυμμένον — ἀπό σκληρύνω harden perf part mp masc acc sg ἀπό σκληρύνω harden perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκληρυμμένοι — ἀπό σκληρύνω harden perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκληρυμμένος — ἀπό σκληρύνω harden perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκληρύνθαι — ἀπό σκληρύνω harden perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκληρύνθη — ἀπό σκληρύνω harden aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκλήρυνε — ἀπεσκλήρῡνε , ἀπό σκληρύνω harden aor ind act 3rd sg ἀπεσκλήρῡνε , ἀπό σκληρύνω harden imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκλήρυνεν — ἀπεσκλήρῡνεν , ἀπό σκληρύνω harden aor ind act 3rd sg ἀπεσκλήρῡνεν , ἀπό σκληρύνω harden imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”