ἀπο-σκοτίζω

ἀπο-σκοτίζω

ἀπο-σκοτίζω, den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτίζω — σκότισα, σκοτίστηκα, σκοτισμένος 1. σκοτεινιάζω. 2. ανησυχώ κάποιον, ενοχλώ: Μη με σκοτίζεις άλλο. 3. παθ., ενδιαφέρομαι, ανησυχώ για κάτι: Δε σκοτίζεταιγια τίποτε. 4. θολώνει ο νους μου: Σκοτίστηκε ο νους μου από μίσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεσκοτισμένα — ἀπό σκοτίζω make dark perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεσκοτισμένᾱ , ἀπό σκοτίζω make dark perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεσκοτισμένᾱ , ἀπό σκοτίζω make dark perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσκότισε — ἀπό σκοτίζω make dark aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …   Dictionary of Greek

  • ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… …   Dictionary of Greek

  • πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώνω — τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος 1. κάνω κάποιον στραβό, του στερώ την όραση, τον, στραβώνω: Τυφλώθηκε από μια έκρηξη. 2. θαμπώνω την όραση, τη λιγοστεύω πολύ: Μας τύφλωσε το αυτοκίνητο με τον προβολέα του. 3. μτφ., σκοτίζω την κρίση κάποιου, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”