- ἀπο-σκοπιάζω
ἀπο-σκοπιάζω, von fern beobachten, Qu. Sm. 6, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκοπιάζω, von fern beobachten, Qu. Sm. 6, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπιάζω — Α [σκοπιά] (ποιητ. τ.) 1. παρατηρώ από ψηλό τόπο, κατοπτεύω 2. (γενικά) κοιτάζω («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», Ομ. Οδ.) 3. κατασκοπεύω κάποιον 4. (για όμιλο λάτρεων τής Ίσιδος) προσέχω μήπως φανεί κοπάδι ψαριών 5. μέσ. σκοπιάζομαι έχω τον νου… … Dictionary of Greek
ἀπεσκοπίαζον — ἀπό σκοπιάζω spy from a high place imperf ind act 3rd pl ἀπό σκοπιάζω spy from a high place imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκοπώ — (ΑΜ ἀποσκοπῶ, έω, Α κ. σκοπεύω κ. σκοπιάζω) έχω κάποιο σκοπό, αποβλέπω σε κάτι, προτίθεμαι μσν. ἀποσκοπούμαι είμαι θεατός από απόσταση αρχ. 1. αποστρέφω το βλέμμα μου από κάποιο σημείο και κοιτάζω σταθερά αλλού 2. βλέπω, παρατηρώ 3. προσέχω,… … Dictionary of Greek