ἀπο-σκεδάννυμι

ἀπο-σκεδάννυμι

ἀπο-σκεδάννυμι (s. σκεδάννυμι), zerstreuen und entlassen, βασιλῆας Il. 19, 309; ψυχὰς ἄλλυδις ἄλλην Od. 11, 385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα ϑυμοῦ, verscheuchen, Od. 8, 149; ἀποσκεδῶ (fut.) μύσος Soph. O. R. 138, Schol. ἀποπέμψω; ἀντιπάλων ὕβριν ep. bei Dem. 18, 289. – Pass., sich zerstreuen u. vom Heere ab kommen, Xen. An. 4, 4, 9. 7, 6, 29 u. öfter. – Med., von sich entfernen, φλύαρον Plat. Ax. 365 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

  • σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… …   Dictionary of Greek

  • σκέδαση — η / σκέδασις, άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι] σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο β) η διαδικασία τής… …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • κίδναμαι — (Α) (ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι μόνο στον ενεστ. και παρατ.) εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ αἶαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι] …   Dictionary of Greek

  • κατασκεδάζω — (Α) βλ. κατασκεδάννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. τού σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ σκέδ ασ α κατά το σχήμα ἐ πήγ ασ α: πηγ άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. δια… …   Dictionary of Greek

  • σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”