- παρά-τολμος
παρά-τολμος, tollkühn, zur Unzeit kühn, καὶ ἀνδρώδης, Plut. Pomp. 32; Demetr. 11 u. öfter; – adv., Heliod. 9, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-τολμος, tollkühn, zur Unzeit kühn, καὶ ἀνδρώδης, Plut. Pomp. 32; Demetr. 11 u. öfter; – adv., Heliod. 9, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρτολμος — ον, Α πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά τολμος] … Dictionary of Greek
θρασύτολμος — θρασύτολμος, ον (ΑΜ) θαρραλέος και τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. ά τολμος, παρά τολμος] … Dictionary of Greek
μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] … Dictionary of Greek