- ἀπο-σαφηνίζω
ἀπο-σαφηνίζω, dasselbe, Luc. Iov. Tr. 27 v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σαφηνίζω, dasselbe, Luc. Iov. Tr. 27 v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατρανίζω — (Μ ἀνατρανίζω) 1. υψώνω το βλέμμα μου 2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά «τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης) μσν. κοιτάζω (με προσοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τρανίζω < τρανώ ( όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»] … Dictionary of Greek
προεσαφηνίσαμεν — πρό , εἰς , ἀπό ἑνίζω to be a partisan of the One aor ind act 1st pl προεσαφηνίσαμεν , πρό σαφηνίζω make clear aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεσαφηνίσθη — πρό , εἰς , ἀπό ἑνίζω to be a partisan of the One aor ind pass 3rd sg προεσαφηνίσθη , πρό σαφηνίζω make clear aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)