ἀπο-σχάζω

ἀπο-σχάζω

ἀπο-σχάζω, die Ader öffnen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀπέσχαζον — ἀπό , εἰσ χάζω cause to retire imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό , εἰσ χάζω cause to retire imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 3rd pl ἀπό σχάζω slit open so as to let… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσχαζε — ἀπό , εἰσ χάζω cause to retire pres imperat act 2nd sg ἀπό , εἰσ χάζω cause to retire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσχαζεν — ἀπό , εἰσ χάζω cause to retire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσχας — ἀπέσχᾱς , ἀπό , εἰσ χάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀπέσχᾱς , ἀπό σχάω slit open so as to let something escape imperf ind act 2nd sg ἀπέσχᾱς , ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσχασας — ἀπέσχᾱσας , ἀπό , εἰσ χάω aor ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπέσχᾱσας , ἀπό σχάω slit open so as to let something escape aor ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσχασεν — ἀπέσχᾱσεν , ἀπό , εἰσ χάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπέσχᾱσεν , ἀπό σχάω slit open so as to let something escape aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπό σχάζω slit open so as to let something escape aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • σχαλίδα — η / σχαλίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους αρχ. διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • υγροσχαστικός — ή, ό, Ν (για καρπό) αυτός που σκάζει από υγρασία, που σχηματίζει σχισμές από την απορρόφηση υγρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σχάζω «ανοίγω σχισμή, σκάω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”