ἀπο-σχολάζω

ἀπο-σχολάζω

ἀπο-σχολάζω, 1) sich an etwas von Geschäften erholen, ἔν τινι Arist. Eth. 10, 6. – 2) Muße zu etwas haben, sich einer Sache widmen, vacare, τινί Ael. V. H. 12, 1; παρά τινι, bei Einem in die Schule gehen, Her. vit. Hom. 5. 33.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • ἀπεσχόλαζον — ἀπό σχολάζω to have leisure imperf ind act 3rd pl ἀπό σχολάζω to have leisure imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσχόλασε — ἀπεσχόλᾱσε , ἀπό , εἰσ χολάω to be full of black bile aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπό σχολάζω to have leisure aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • σχολνώ — και σκολνώ και σχολάζω σχόλασα, σχολασμένος 1. τελειώνω τα μαθήματα μιας μέρας: Σχολνάμε κάθε μέρα στις 2 μ.μ. 2. αμτβ., σταματώ να εργάζομαι: Σκολνάμε αργά από τη δουλειά και δεν έχουμε καθόλου ελεύθερο χρόνο. 3. απολύω κάποιον από τη δουλειά:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολάσιμος — η, ο, Ν φρ. «σχολάσιμη ημέρα» ημέρα αργίας, αργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + κατάλ. ιμος (< πρβλ. εργάσ ιμος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • σχόλασις — άσεως, ἡ, Α [σχολάζω] σχόλη, διακοπή από μία ασχολία και ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • σχόλασμα — και σκόλασμα, το, Ν [σχολάζω] 1. η προσωρινή διακοπή ή η οριστική παύση εργασίας ή μαθήματος 2. απόλυση από εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”