ἀπο-σφάλλω

ἀπο-σφάλλω

ἀπο-σφάλλω, abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • σφαλός — και σφαλλός, ὁ, Α 1. δισκοειδές μολύβδινο σκεύος με κρίκο το οποίο αφού έδεναν πάνω από το κεφάλι τό έριχναν κατά τους αγώνες 2. στρογγυλό ξύλο με δύο οπές μέσα στις οποίες κλείνονταν τα πόδια, η ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”