- ἀπο-σφαίρισις
ἀπο-σφαίρισις, ἡ, das Zurückschlagen, Schol. Lycophr. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σφαίρισις, ἡ, das Zurückschlagen, Schol. Lycophr. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… … Dictionary of Greek