ἀπο-στίλβω

ἀπο-στίλβω

ἀπο-στίλβω, glänzen, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, glänzend wie von Oel, Od. 3, 408; Ep. ad. 62 (V, 26); Luc. Char. 11; Alciph. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κεροστίλβη — Ορυκτό, πυριτικό άλας αργιλίου, ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων. Σχηματίζει μακρόστενους πρισματικούς και ακανόνιστους κόκκους, συνήθως μικρού μεγέθους. Η ονομασία της… …   Dictionary of Greek

  • στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… …   Dictionary of Greek

  • στίλβη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του ποτάμιου θεού Πηνειού και της νύμφης Κρέουσας. Από τη Σ. και τον Απόλλωνα γεννήθηκε ο Λαπίθης και ο Κένταυρος. * * * η, ΝΑ [στίλβω] νεοελλ. 1. στιλπνότητα, λαμπρότητα 2. μετρολ. φωτομετρική μονάδα λαμπρότητας με… …   Dictionary of Greek

  • εναποστίλβω — ἐναποστίλβω (Α) λάμπω από κάτι, λαμποκοπώ, στίλβω …   Dictionary of Greek

  • περιστιλβώ — όω, Μ στιλβώνω ολόγυρα, από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιλβῶ «κάνω κάτι στιλπνό, γυαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”