- ἀπο-στέγασμα
ἀπο-στέγασμα, τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στέγασμα, τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέγασμα — το 1. στέγη. 2. στεγασμένος χώρος. 3. στέγαση. 4. πρόχειρο κατασκεύασμα για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… … Dictionary of Greek
σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστέγασμα — το, ΝΑ προεξέχον τμήμα τής στέγης που προφυλλάσσει από τη βροχή· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγασμα (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
σκεπαστήρι(ο) — το, Ν καθετί που σκεπάζει έναν χώρο και ειδικότερα στέγασμα, στέγαστρο ή κάλυμμα που προφυλάσσει από τον ήλιο, τη βροχή ή τη ρύπανση («χάλασαν τα σκεπαστήρια τής σταφίδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. σκεπαστήριος (< σκεπάζω)] … Dictionary of Greek
τετράδερμον — τὸ, ΜΑ μσν. τετράδιο, φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα αρχ. στέγασμα από διφθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος] … Dictionary of Greek