ἀπο-στάζω

ἀπο-στάζω

ἀπο-στάζω (s. στάζω), herabträufeln lassen, δακρύων – αἰδῶ Aesch. Suppl. 573; μένος μανίας, er läßt die Wuth des Wahnsinns verrinnen, Soph. Ant. 949 (wo es auch intr. sein kann, Schol. ἀποβαίνει ὀργή); vgl. Mus. 175, u. πῦρ ἀποστάζουσι κεραυνοί Call. H. Dian. 118; ἀμβροσίαν εἰς στῆϑος ἀποστάξασα Theocr. 15, 108. Auch intrans., herabträufeln, λόγων χρυσός Luc. electr. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …   Dictionary of Greek

  • στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδιαστῇ — ἀπό , διά στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) ἀπό , διά στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) ἀπό διαστάζω leak fut ind mid 2nd sg (doric) ἀπό διαστάζω leak fut ind act 3rd sg (doric) ἀπό διίστημι set apart aor subj mid 2nd sg ἀπό διίστημι set… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιαστῶσι — ἀπό , διά στάζω drop fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπό , διά στάζω drop fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἀπό διαστάζω leak fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπό διαστάζω leak fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καταλείβω — (Α) 1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό 2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου 3. παθ. καταλείβομαι α) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς» …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδιαστάντων — ἀποδιαστά̱ντων , ἀπό , διά στάζω drop fut part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀποδιαστά̱ντων , ἀπό διαστάζω leak fut part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀπό διίστημι set apart aor part act masc/neut gen pl ἀπό διίστημι set apart aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”