- ἀπο-στολιμαῖος
ἀπο-στολιμαῖος, abgesandt, Achill. Tat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στολιμαῖος, abgesandt, Achill. Tat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταστολιμαίος — μεταστολιμαῑος, αία, ον (Α) ο απεσταλμένος κάπου για κάποιο σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στολιμαῖος (< στολή + κατάλ. μαῖος), πρβλ. απο στολιμαίος, επι στολιμαίος] … Dictionary of Greek