- ἀπο-σταλάζω
ἀπο-σταλάζω (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σταλάζω (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek
ἀπεστάλαξα — ἀπό σταλάσσω let drop aor ind act 1st sg ἀπό σταλάζω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάλαξε — ἀπό σταλάσσω let drop aor ind act 3rd sg ἀπό σταλάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάλαξεν — ἀπό σταλάσσω let drop aor ind act 3rd sg ἀπό σταλάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
αποστάζω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. μτβ., υποβάλλω κάτι σε απόσταξη με ειδική συσκευή: Μαζεύουν άνθη από τις λεμονιές, για να τα αποστάξουν. 2. αμτβ., σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες: Ο ιδρώτας απόσταζε από το πρόσωπό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιμυρής — ἁλιμυρής, ές (Α) 1. ο αλιμυρήεις* 2. αλμυρός 3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] … Dictionary of Greek
αποπίπτω — ἀποπίπτω (Α) 1. πέφτω από κάπου, γλιστρώ 2. σταλάζω 3. αποτυγχάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
διηθώ — (Α διηθῶ, έω) [ηθώ] περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω αρχ. 1. πλένω, καθαρίζω 2. σταλάζω … Dictionary of Greek
μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… … Dictionary of Greek
νύστα — η διάθεση για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ννστάζω (πρβλ. σταλάζω: στάλα)] … Dictionary of Greek