- ἀπο-σταδά
ἀπο-σταδά, fernabstehend, fern, Od. 6, 143. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σταδά, fernabstehend, fern, Od. 6, 143. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάδα — Α φρ. «λίμνην στάδα» λίμνη τελματώδη, με ακύμαντα νερά («ἀπὸ τοῡ Εύστάδα λίμνην ἔχομεν ἁπλοῡν τὸ Στάδα λίμνην σημαίνει δὲ τὴν καλῶς ἱσταμένην», Χοιροβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στᾰ τού ἵστημι* + επίθημα ιάς, άδος] … Dictionary of Greek