- ἀπο-στιβής
ἀπο-στιβής, ὁ, Soph. frg. 502, nach Hesych. der abseits, nicht denselben Weg geht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στιβής, ὁ, Soph. frg. 502, nach Hesych. der abseits, nicht denselben Weg geht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιστιβής — ές, Α 1. πατημένος κυκλικά από παντού 2. συμπαγής, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. απο στιβής] … Dictionary of Greek
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek