- ἀπο-στειρόω
ἀπο-στειρόω, unfruchtbar machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στειρόω, unfruchtbar machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποστειρώσῃ — ἀπό στειρόω make barren aor subj mid 2nd sg ἀπό στειρόω make barren aor subj act 3rd sg ἀπό στειρόω make barren fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστειρωμένος — ἀπό στειρόω make barren perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστειρῶσθαι — ἀπό στειρόω make barren perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστείρωσεν — ἀπό στειρόω make barren aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστειροῦται — ἀπό στειρόω make barren pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)