- ἀπο-στερίζω
ἀπο-στερίζω, = ἀποστερέω, abführen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στερίζω, = ἀποστερέω, abführen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερίζω — Α στερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐστέρισεν σε επιγραφή, σχηματισμένος πιθ. χάριν μετρικών αναγκών (πρβλ. το συνθ. ἀπο στερίζω)] … Dictionary of Greek