ἀπο-στερητικός

ἀπο-στερητικός

ἀπο-στερητικός, beraubend, betrügend, νοῦς Ar. Nub. 718. 737.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερητικός — ή, ό / στερητικός, ή, όν, ΝΜΑ [στερώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση 2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός νεοελλ. φρ. α) «στερητικό μόριο» (γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση,… …   Dictionary of Greek

  • στερητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη στέρηση ή προκαλεί στέρηση. 2. «στερητικά μόρια», το α και αν στη γραμματική που χρησιμοποιούνται ως α’ συνθετικό και δηλώνουν άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β’ συνθετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”