ἀπο-στατήρ

ἀπο-στατήρ

ἀπο-στατήρ, ῆρος, ὁ, der von etwas abfällt, Plut. Lyc. 6 aus Lykurg's Gesetzen erkl. es μὴ κυροῦν ἀλλ' ὅλως ἀφίστασϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στατήρ — Αρχαίο ελληνικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με ένα δίδραχμο. Με διαφορετικό βάρος ανάλογα με το νομισματικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες πόλεις που τον έκοβαν, ο σ. ήταν κατά κανόνα χρυσός ή από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

  • Κύζικος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Δολιόνων, γιος του Αινεία και της Αινήτης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι υποδέχθηκε τους Αργοναύτες, όταν το πλοίο τους έφτασε στη χώρα του, παρασυρμένο από την τρικυμία, τους φιλοξένησε εγκάρδια και… …   Dictionary of Greek

  • STATER — Graece Στατὴρ, ἀπὸ τȏυ ἵςταςθαι, nummus Popmae quadratus, ex Suida, argenteus bis didrachmus, memoratur Matthaei c. 17. v. 24. et seq. ubi tributum soluturus Caesari Servator noster iussit. Petrum hamum mittere, eumque piscem, qui ascenderet… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κυζικηνός — ή, ό (AM κυζικηνός, ή, όν, Α και κυζικηνικός, ή, όν [Κυζικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνή ο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… …   Dictionary of Greek

  • stā- : stǝ- —     stā : stǝ     English meaning: to stand     Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen”     Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu     Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”