- ἀπο-στασιάζω
ἀπο-στασιάζω, abfallen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στασιάζω, abfallen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek
ἀποστασιάζει — ἀπό στασιάζω to be at variance pres ind mp 2nd sg ἀπό στασιάζω to be at variance pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστασίασαν — ἀπό στασιάζω to be at variance aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστασίασεν — ἀπό στασιάζω to be at variance aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασιάσαι — ἀποστασιά̱σᾱͅ , ἀπό στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) ἀπό στασιάζω to be at variance aor inf act ἀποστασιάσαῑ , ἀπό στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστασιάσασιν — συναποστασιάσᾱσιν , σύν , ἀπό στασιάζω to be at variance aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά … Dictionary of Greek
αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… … Dictionary of Greek