- ἀπο-στύφω
ἀπο-στύφω, zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στύφω, zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
προϋποστυφή — ἡ, Α 1. η προπαρασκευή τού μαλλιού με στυπτικές ουσίες πριν από τη βαφή 2. μτφ. η επίπονη προετοιμασία, που θυμίζει τη διαδικασία συστολής τών μαλλιών πριν από τη βαφή με στυπτικές ουσίες («οἱ πόνοι προϋποστιφαί τινες τοῑς παισίν εἰσι... ἀρετῆς» … Dictionary of Greek
στύμμα — (I) το, Ν [στύβω] ό,τι απομένει από στυμμένο φρούτο. (II) ύμματος, τὸ, Α [στύφω] 1. καθετί που χρησιμοποιείται για τη στερεοποίηση υλικών, ιδίως ύλη κατάλληλη για την πήξη ελαίων και μύρων προκειμένου να διατηρήσουν το άρωμά τους για μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… … Dictionary of Greek
διαστύφομαι — (Α) [στύφομαι, στύφω] πάσχω από δυσκοιλιότητα … Dictionary of Greek
εστυμμένως — ἐστυμμένως (Μ) επίρρ. σφιχτά, στενά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εστυμμένος τού ρ. στύφω] … Dictionary of Greek