ἀπο-στρώννυμι

ἀπο-στρώννυμι

ἀπο-στρώννυμι (s. στρώννυμι), abpacken.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • οπτόστρωτον — ὀπτόστρωτον, τὸ (Α) έδαφος από οπτούς πλίνθους, από ψημένα τούβλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + στρωτον (< στρώννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • υπερστρώννυμι — Α [στρώννυμι] στρώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο, τό σκεπάζω από πάνω …   Dictionary of Greek

  • αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”