- ἀπο-στρατεύομαι
ἀπο-στρατεύομαι, aufhören Kriegsdienste zu thun, aus dem Dienst entlassen werden, App. B. C. 5, 26, ἀπεστρατευμένοι, exauctorati.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στρατεύομαι, aufhören Kriegsdienste zu thun, aus dem Dienst entlassen werden, App. B. C. 5, 26, ἀπεστρατευμένοι, exauctorati.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
κελευστός — κελευστός, ή, όν (Α) [κελεύω] αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ ἑκούσιος», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek