- ἀπο-σπουδάζω
ἀπο-σπουδάζω, aufhören eifrig zu sein, im Eifer nachlassen, Suid. παύομαι τῆς σπουδῆς; auch τινός, vernachlässigen, Philostr. vit. Apoll. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σπουδάζω, aufhören eifrig zu sein, im Eifer nachlassen, Suid. παύομαι τῆς σπουδῆς; auch τινός, vernachlässigen, Philostr. vit. Apoll. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεσπούδαζον — ἀπό σπουδάζω to be busy imperf ind act 3rd pl ἀπό σπουδάζω to be busy imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπουδάζετο — ἀπό σπουδάζω to be busy imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπούδαζε — ἀπό σπουδάζω to be busy imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπούδαζεν — ἀπό σπουδάζω to be busy imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπούδασα — ἀπό σπουδάζω to be busy aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
συσπουδάζω — ΝΑ [σπουδάζω] νεοελλ. σπουδάζω μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. ενεργώ από κοινού με ζήλο 2. επιδιώκω ή εκτελώ κάτι μαζί με κάποιον («συνεσπούδαζε πᾱν ὅ, τι δέοι φίλοις», Ξεν.) 3. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον με προθυμία … Dictionary of Greek