- ἀπο-σπινθηρίζω
ἀπο-σπινθηρίζω, Funken von sich sprühen, Arist. Meteor. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σπινθηρίζω, Funken von sich sprühen, Arist. Meteor. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεσπινθηρίζετο — ἀπό σπινθηρίζω emit sparks imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπινθήριζε — ἀπό σπινθηρίζω emit sparks imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… … Dictionary of Greek