ἀπο-σπαράσσω

ἀπο-σπαράσσω

ἀπο-σπαράσσω, abreißen, Eur. Bacch. 1127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • σπάραγμα — το, ΝΑ [σπαράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω 2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου νεοελλ. μτφ. εκδήλωση σπαραγμού αρχ. λατύπη …   Dictionary of Greek

  • σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • κυνοσπάρακτος — κυνοσπάρακτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από σκυλιά («ἔνθ ἔκειτο νηλεὲς κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαράσσω] …   Dictionary of Greek

  • περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • σπάρασση — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, τής κλάσης υμενομύκητες, το οποίο περιλαμβάνει 5 περίπου είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές στο έδαφος κάτω από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparassis < αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”