- ἀπο-πῡΐσκω
ἀπο-πῡΐσκω, factit. zu πυέω, zum Eltern bringen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πῡΐσκω, factit. zu πυέω, zum Eltern bringen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποπυΐσκω — Α 1. καθιστώ κάτι λίγο πυώδες·2. μέσ. ὑποπυΐσκομαι αρχίζω να μαζεύω πύον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πύον + κατάλ. ίσκω (πρβλ. ἀπο πυΐσκω)] … Dictionary of Greek