- ἀπο-πῡδαρίζω
ἀπο-πῡδαρίζω, μόϑωνα, den Mothon, einen plumpen u. unanständigen lakonischen Tanz abtanzen, Ar. Eq. 694.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πῡδαρίζω, μόϑωνα, den Mothon, einen plumpen u. unanständigen lakonischen Tanz abtanzen, Ar. Eq. 694.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυδαρίζω — και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω… … Dictionary of Greek
ἀπεπυδάρισα — ἀπό πυδαρίζω dance the fling aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)