- ἀπο-πέτομαι
ἀπο-πέτομαι, (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πέτομαι, (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek
πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… … Dictionary of Greek
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek
πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… … Dictionary of Greek