- ἀπο-πληρωτής
ἀπο-πληρωτής, ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεϑέντων Plat. Rep. X. 620 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πληρωτής, ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεϑέντων Plat. Rep. X. 620 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek