- ἀπο-πλείω
ἀπο-πλείω, p. = ἀποπλέω, Hom. Il. 9, 418. 685 Od. 8, 501. 16, 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πλείω, p. = ἀποπλέω, Hom. Il. 9, 418. 685 Od. 8, 501. 16, 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
EUPHRATES — I. EUPHRATES Mesopotamiae fluv. celeberrimus, et maximus. Magnitudinem eius innuit Callimach. Hymn. 2. Α῀ςςυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος. Itemque Dionys. Φαίνετ᾿ ἀπειρεσίου ποταυμοῦ ῥόος Ε᾿υφρήταο. Maior siquidem est Tigride, sicut resert Strab. l. 2 … Hofmann J. Lexicon universale
επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… … Dictionary of Greek
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek
προσδίδω — προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.) νεοελλ. δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ ών το φέγγος… … Dictionary of Greek