- ἀπο-πορεύομαι
ἀπο-πορεύομαι, dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πορεύομαι, dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek
νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… … Dictionary of Greek
συστείχω — ΜΑ πορεύομαι από κοινού, βαδίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στείχω «βαδίζω, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι … Dictionary of Greek
μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από … Dictionary of Greek