- ἀπο-πνευματίζω
ἀπο-πνευματίζω, aushauchen, ausdünsten; = ἀποπέρδω, Schol. Ar. Pax 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πνευματίζω, aushauchen, ausdünsten; = ἀποπέρδω, Schol. Ar. Pax 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεπνευματίσθη — ἀπό πνευματίζω fan by blowing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… … Dictionary of Greek