- ἀπο-περκόομαι
ἀπο-περκόομαι, sich schwärzen, von der Traube, Soph. frg. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-περκόομαι, sich schwärzen, von der Traube, Soph. frg. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέρκωμα — το, Α σκουρόχρωμη κηλίδα στο πρόσωπο, η περκνάδα, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκοῦμαι, που μαρτυρείται στο σύνθ. ἀπο περκόομαι / οῦμαι) … Dictionary of Greek