- ἀπο-παύστωρ
ἀπο-παύστωρ, ορος, ὁ, der aufhören macht, Beseitiger, φόβων Orph. H. 58, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-παύστωρ, ορος, ὁ, der aufhören macht, Beseitiger, φόβων Orph. H. 58, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παύστωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που σταματάει ή διώχνει κάτι, που ανακουφίζει από κάτι, ο παυστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού παυστήρ] … Dictionary of Greek