- ἀπο-παρθενεύω
ἀπο-παρθενεύω, entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-παρθενεύω, entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποπαρθενεῦσαι — ἀπό , παρά θείνω strike fut part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἀπό παρθενεύω bring up as a maid aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek