ἀπο-παπταίνω

ἀπο-παπταίνω

ἀπο-παπταίνω, den Blick abwenden, sich umsehen, um zu fliehen, ἀποπαπτανέουσιν, fut., Il. 14, 101.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποπαπταίνω — ἀποπαπταίνω (Α) [παπταίνω] βλέπω γύρω, κοιτάζω από πού να φύγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”