ἀπο-πόρφυρος

ἀπο-πόρφυρος

ἀπο-πόρφυρος, = ἀπόρφυρος?


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκιος — (I) ία, ον, Α 1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον το πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].… …   Dictionary of Greek

  • φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… …   Dictionary of Greek

  • σίκαλη ή βρίζα — (ΣίκαλIς η σιτηρά). Ετήσιο σιτηρό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε μερικές μάλιστα (Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Πολωνία) υπερβαίνει και την καλλιέργεια του σταριού, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες …   Dictionary of Greek

  • φοινικόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, οῡσα, οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), έα, ον, Α (ποιητ.τ.) 1. πορφυρός 2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον το πορφυρό χρώμα 4. φρ. α) «σύκινα… …   Dictionary of Greek

  • πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικικός — (I) ή, ό / φοινικικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη… …   Dictionary of Greek

  • Βεγλερής, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1850 – 1923). Λόγιος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά έργα, στα ρωσικά και στα ελληνικά, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τρεις μελέτες που τιτλοφορούνται Πορφυρός Κώδιξ, Περί του μολυβδοβούλλου Δαυίδ του Κομνηνού της Τραπεζούντος… …   Dictionary of Greek

  • αιματίς — αἱματίς ( ίδος), η (Α) [αἷμα] μσν. 1. τα ευτελέστερα κρέατα τών σφαγίων, οι λαπάδες (ίσως όμως και το αίμα που έμενε σε κακοψημένο κρέας) 2. το αίμα που πλημμυρίζει το ασπράδι τού ματιού ύστερα από ρήξη αγγείου αρχ. αιματόχρωμο ένδυμα, πορφυρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”