ἀπο-πωματίζω

ἀπο-πωματίζω

ἀπο-πωματίζω, dasselbe, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδοντοπώμασμα — το φαρμακευτικό μίγμα που χρησιμοποιείται για να φράζονται οι κοιλότητες τών δοντιών οι οποίες προκαλούνται από την τερηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πώμασμα, αντί πωμάτισμα, από το ρ. πωματίζω (κατά τα παρ. σε ασμα από ρ. σε άζω: μοιράζω… …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”