- ἀπο-πυρίς
ἀπο-πυρίς, ίδος, ἡ, ein kleiner Backfisch, Ath. VIII, 344 c; τῶν μαινίδων ἀποπυρὶν ποιήσας Teles bei Stob. 97, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πυρίς, ίδος, ἡ, ein kleiner Backfisch, Ath. VIII, 344 c; τῶν μαινίδων ἀποπυρὶν ποιήσας Teles bei Stob. 97, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωπυρίς — ζωπυρίς, ἡ (Α) αυτή που ζωοποιεί, που αναζωογονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + πυρίς (< πυρίζω < πυρ), πρβλ. απο πυρίς < απο πυρίζω] … Dictionary of Greek