- προ-πύργιον
προ-πύργιον, τό, Vorthürmchen, Schol. Lycophr. 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πύργιον, τό, Vorthürmchen, Schol. Lycophr. 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοπύργιον — μεσοπύργιον, τὸ (Α) το τείχος μεταξύ δύο πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] … Dictionary of Greek
μονοπύργιον — μονοπύργιον, τὸ (Μ) τείχος ή φρούριο με έναν μόνο πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] … Dictionary of Greek
μεταπύργιο — το (Α μεταπύργιον) τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προ πύργιο] … Dictionary of Greek