ἀπο-πρίω

ἀπο-πρίω

ἀπο-πρίω (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… …   Dictionary of Greek

  • πριώ — όω ή ώω, Α (αμάρτυρος τ.) κόβω, διχοτομώ με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συνηρημένος τ. πριῶ, τού ρ. πρίω αμάρτυρος στον ενεστ., απαντά μόνο στο γ εν. τής υποτ. πριῷ και στον μέλλ. πριωσεῖ. Οι τ. αυτοί μάς οδηγούν σε έναν ενεστ. πριώ, ο οποίος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • πρίστης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που… …   Dictionary of Greek

  • πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου …   Dictionary of Greek

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …   Dictionary of Greek

  • PRIAMUS — I. PRIAMUS Laomedontisfil. qui, Iliô ab Hercule everso, una cum Hesione sorore in graeciam abductus est captivus. Postea tamen, aurô redemptus. Ilion instauravit simul et exornavit, regnique limites usque adeo protulit, ut non solum Troiae, sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek

  • καταπρίω — (Α) 1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω 2. σχίζω εντελώς 3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια 4. παθ. καταπρίομαι μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρίω «πριονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπρίστης — κυμινοπρίστης, ὁ (Α) 1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο 2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”