ἀπ-αμμένος

ἀπ-αμμένος

ἀπ-αμμένος, ion. = ἀφημμένος, von ἀφάπτω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος, προλαβαίνω κάποιο κακό, απομακρύνω, εμποδίζω: Οι γονείς δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον αταίριαστο αυτό γάμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”