- ἀπ-α-μελέω
ἀπ-α-μελέω, ganz vernachlässigen, act., nur Sp.; pass., Her. 3, 129. 132; Soph. Phil. 648.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-α-μελέω, ganz vernachlässigen, act., nur Sp.; pass., Her. 3, 129. 132; Soph. Phil. 648.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεῷ — μελεάζω execute a recitative fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέω — Μελέης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέω — μέλεος idle masc/neut nom/voc/acc dual μέλεος idle masc/neut gen sg (doric aeolic) μέλεος idle masc/fem/neut nom/voc/acc dual μέλεος idle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέῳ — μέλεος idle masc/neut dat sg μέλεος idle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανύω — ἐπανύω (Α) 1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.) 2. μέσ. ἐπανύομαι παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek