- παρά-πλευρος
παρά-πλευρος, neben, an den Seiten (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-πλευρος, neben, an den Seiten (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοπλεύριος — α, ο, θηλ. και ος (Α μεσοπλεύριος, ον) αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές ή αυτός που αφορά στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές (α. «μεσοπλεύριος μυς» β. «μεσοπλεύρια αρτηρία» γ. «μεσοπλεύριο νεύρο» δ. «μεσοπλεύρια νευραλγία») αρχ … Dictionary of Greek