- ἀπ-αγγελεύς
ἀπ-αγγελεύς, ὁ, Bote, Maneth. 2, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αγγελεύς, ὁ, Bote, Maneth. 2, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγγελεύς — καταγγελεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς, υπ αγγελεύς] … Dictionary of Greek
προαγγελεύς — έως, ὁ, Α ο προάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. κατ αγγελεύς, παρ αγγελεύς] … Dictionary of Greek
παραγγελέας — ο / παραγγελεύς, ΝΑ νεοελλ. ο παραγγελιοδότης αρχ. μηνυτής, κατήγορος, ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς] … Dictionary of Greek